ΒΗΡΥΤΟΣ…
Ναι, είμαστε υπό πολιορκία. Αλλά δεν είμαστε υπό πανικό. Eίμαστε… υπό περηφάνια. Αλλά είμαστε και «υπό αλληλεγγύη». Οι ταβέρνες μαγειρεύουν γεύματα για εκτοπισμένους – 300, 400 την ημέρα. Κουζίνες κοινωνικές παντού. Τα άδεια σπίτια -πολλά από αυτά πολυτελή διαμερίσματα αγορασμένα από Σαουδάραβες-
απαλλοτριώνονται με συνοπτικές διαδικασίες από τη Χεζμπολάχ και τις συμμάχους της για τους πρόσφυγες από τον Νότο. Καταλήψεις στέγης, χωρίς χίπστερ, χωρίς πολλά πολλά. Απλά και αυτονόητα«Κύριε καθηγητά, εσείς ζείτε την κόλαση, πείτε μας πώς νιώθουν οι Ελληνες στη Βηρυτό», η δημοσιογράφος στην άλλη άκρη του τηλεφώνου, στην άλλη μεριά της θάλασσας. «Πώς είναι οι Ελληνες;», η μόνιμη επωδός κάθε φορά από τις ελάχιστες που επικοινώνησαν ελληνικά κανάλια με τον μοναδικό «Ελληνα» καθηγητή Πολιτικής στον Λίβανο και στη Μέση Ανατολή γενικά.
Καμία ερώτηση για τους Λιβανέζους. Καμία για τους Παλαιστινίους. Καμία για τη χώρα όλη. Καμία για την Ιστορία. Καμία για τον θύτη. Καμία για εκείνον που οπλίζει τον θύτη.
«Εσείς πείτε μου πώς νιώθουν οι Ελληνες στην Ελλάδα, ειδικά εκείνοι που ψήφισαν την κυβέρνηση», ανταπαντώ. Αρνούμαι να της δώσω τη δόση που ζητά, την επιμέρους «ελληνικότητα» του πόνου, να συντελέσω στο πατριωτικό φίλτρο σε ένα πανανθρώπινο έγκλημα.
Αρνούμαι να αποτελέσω το τέλειο θύμα.
Εκείνο που θα κάνει τους ανθρωπιστές να νιώσουν οίκτο, εκείνο για το οποίο θα χαρούν οι βρικόλακες στην Ελλάδα. Δεν είμαστε θύματα προς έλεος, δεν είμαστε βιτρίνες για «έξυπνα όπλα», ειδικά όταν ευφυΐα σημαίνει πια η απλή ετοιμότητα να σκοτώσεις τυφλά και μαζικά άοπλους σε αστικό ιστό.
Ναι, είμαστε υπό πολιορκία.
Πάνω από τα κεφάλια μας συνέχεια ακούγονται δρόνοι οπλισμένοι με ρουκέτες, έτοιμοι να σπείρουν θάνατο σε γυναίκες, παιδιά, περαστικούς. Σκότωσαν τον Νασράλα και μαζί του 300 πολίτες ακόμα. Οι Θερμοπύλες ήταν πάντα εδώ, κι όχι εκεί που τις προσκυνάτε.
Ναι, είμαστε υπό πολιορκία.
Κλεισμένοι στα σπίτια, κολλημένοι στις ειδήσεις και στα μπαλκόνια, σχολεία κλειστά στους μαθητές – ανοιχτά στους εκτοπισμένους. Ξαφνικά ένας γνώριμος πια ήχος διαπερνάει τον αέρα, σε δέκατα σείεται όλο το κτίριο: «Το άκουσες αυτό;». Κοιταζόμαστε χωρίς άλλη λέξη. Ναι, το άκουσα (ή το φαντάστηκες, αλλά δεν θα σου πω όχι).
Να το άκουσαν οι μικρές άραγε; Η αμέσως επόμενη σκέψη. Πας στο δωμάτιο με ελαφρά βήματα, μισό κεφάλι στην πόρτα, ΟΚ, παίζουν. Ισως να το άκουσαν και να μη θέλουν να το ξέρεις. Ξέρουν ότι ανησυχείς. Εχουν μάθει να σ’ το κρύβουν. Εχουν μάθει να κρυφακούν όταν π.χ. φωνάζεις στην δημοσιογράφο «δεν θα σας δώσω την εικόνα του αποκομμένου θύματος για να χαρούν οι βρικόλακες που νομίζουν ότι είστε μακριά και ασφαλείς».
Δεν είστε μακριά, δεν είστε ασφαλείς. Και πάνω από όλα, δεν είστε αθώοι. Να είστε σίγουροι γι’ αυτό.
Πρώτα ο κρότος, μετά ο σεισμός, μετά η εικόνα. Μπαίνεις τέλεγκραμ. Αλλη μία βομβαρδισμένη πολυκατοικία στη μέση της πόλης. Κατέρρευσε σαν τράπουλα. Αυτή τη φορά ένα ιατρικό κέντρο. Δολοφόνησαν ανθρώπους στα κρεβάτια του πόνου μαζί με τις γιατρούς και τους νοσοκόμους τους. Δεν είστε ασφαλείς, δεν είστε αθώοι.
Ναι, είμαστε υπό πολιορκία.
Αλλά δεν είμαστε υπό πανικό. Eίμαστε… υπό περηφάνια. Λέγεται αυτό; Εκτοπισμένοι από τον Νότο συρρέουν στη Βηρυτό, στα βουνά, στη Συρία. Η χτεσινή προσφυγική αιμορραγία σήμερα αλλάζει ρότα. Πίσω-μπρος ένα αέναο καραβάνι πόνου και περηφάνιας σε αυτή τη γη από τότε που πάτησε το πόδι του ο σταυροφόρος ξανά.
Οικογένειες χυμένες στα πεζοδρόμια, στις σκιές, στην παραλία. Χυμένες είπα; Λάθος. Στεντόρειες έπρεπε να πω. Ορθιες, ευθυτενείς, κάθετες από αξιοπρέπεια. Καμία βία. Καμία κλοπή. Καμία φωνή.
Μόνο ένα μόνιμο βλέμμα άδειο. Ολοι, όλες – ακόμα και τα παιδιά. Τα μάτια ψάχνουν. Κοιτάζουν γύρω σαν χαμένα. Γυρεύουν το γελαστό του πρόσωπο, την καθησυχαστική του φωνή, το σηκωμένο δάχτυλο στο τέρας στα νότια σύνορα. Αλλά δεν τον βρίσκουν. Αυτός μόνο λείπει. Αυτή η απώλεια μόνο σκοτεινιάζει τα πρόσωπα, μαραίνει τα μάτια, αδειάζει το βλέμμα. «Και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς αυτόν;», ρωτάει το βλέμμα χωρίς να ανοίγει το στόμα.
Ενας Σαουδάραβας -στη χρυσοποίκιλτη κελεμπία του έξω από την πρεσβεία- φώναξε σε εκτοπισμένους από τον Νότο να του αδειάσουν τη γωνιά, μας λέει ο Γιάσερ, γείτονας, φίλος και γιατρός στο αμερικανικό πανεπιστημιακό νοσοκομείο, με ένα μείγμα δακρύων από οργή και πόνο. «Είδες πώς άρχισαν ήδη να σηκώνουν κεφάλι; Τώρα είμαστε αβοήθητοι, απροφύλακτοι, μόνοι». Χάσαμε έναν γονιό, έναν πατέρα, έναν δικό μας άνθρωπο.
Ναι, είμαστε υπό πολιορκία.
Αλλά είμαστε και «υπό αλληλεγγύη». Οι ταβέρνες μαγειρεύουν γεύματα για εκτοπισμένους – 300, 400 την ημέρα. Κουζίνες κοινωνικές παντού. Τα άδεια σπίτια -πολλά από αυτά πολυτελή διαμερίσματα αγορασμένα από Σαουδάραβες- απαλλοτριώνονται σε συνοπτικές διαδικασίες από τη Χεζμπολάχ και τις συμμάχους της για τους πρόσφυγες από τον Νότο. Καταλήψεις στέγης, χωρίς χίπστερ, χωρίς πολλά πολλά. Απλά και αυτονόητα. Αδειο σπίτι σημαίνει κατάληψη για να μπουν οι εκτοπισμένοι. Ηδη στη γειτονιά μας έχουν γίνει τρεις σε έναν δρόμο. Σκέφτομαι τους Δυτικούς αναρχικούς και τον ρατσισμό τους, την αδυναμία να δουν δύναμη εδώ. Δεν είστε ασφαλείς, δεν είστε αθώοι.
Στον δρόμο συναντώ τον Χουσεΐν, παλιό μου φοιτητή, τωρινό φίλο. Λαμπρό μυαλό, πληβεία καταγωγή, γεμάτος γλύκα, καλοσύνη, όνειρα για τον κόσμο. Χαμογελάει όταν μου λέει ότι μένει τώρα σε ένα ξενοδοχείο εδώ, αφού αναγκάστηκε να φύγει από τη γειτονιά του, την περίφημη Νταχιε, που τα δυτικά σκυλιά της ενημέρωσης ανάγουν σε προπύργιο της Χεζμπολάχ.
«Το σπίτι σου στέκει;» τον ρωτάω. Δεν ξέρω, μου απαντά. Ελ Χαμντουλίλα (Δόξα στον Αλλάχ), προσθέτει, όλα θα φτιαχτούν. Διακρίνω μια σκιά όμως στα μάτια του, ξέρω από πού προέρχεται, ξέρω τι ψάχνει, ξέρω ποιον δεν βρίσκει.
Δεν θα σας πω πώς νιώθουν οι Ελληνες αν δεν συμπεριλάβετε στην απάντηση ότι αυτός εδώ ο Ελληνας, με ονοματεπώνυμο, καθηγητής πανεπιστημίου στη Βηρυτό, δημόσια δηλώνει ότι ο Ελληνας πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του είναι συνένοχοι σε εγκλήματα πολέμου.
Ο Μητσοτάκης ανήκει στη Χάγη μαζί με τον Μπάιντεν και τον Σουλτς. «Δεν ξέρω αν θα μου το αφήσουν αυτό – εγώ είμαι μαζί σας», μου λέει η δημοσιογράφος. Αν δεν μπει κι αυτό δεν θα μπει τίποτα άλλο, τη χαιρετώ. Δεν θα το βάλει, το ξέρω. Κανείς δεν το βάζει. Η ομερτά απλώνεται σαν δίχτυ πάνω από όλη τη Μεσόγειο.
Κλείνω το τηλέφωνο. Μια μυρωδιά από αίμα, σίδερο και φώσφορο διαπερνάει τα ρουθούνια μου. Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να τη μεταφέρω στην Ελλάδα όλη μέσα από αυτό το καλώδιο. Πόσο θα ήθελα να τους δω να τρέχουν να κρυφτούν από τις βόμβες που οι ίδιοι στέλνουν, οι ίδιοι χειροκροτούν.
Νομίζουν ότι δεν θα γίνει ποτέ. Θεωρούν ότι αυτό είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στους άλλους, τους μελαψούς, τους μουσουλμάνους.
Αυτή η απόσταση είναι η πεμπτουσία του δολοφονικού ρατσισμού.
Η απόσταση ασφαλείας.
Η απόσταση που επιτρέπει να γελούν χαιρέκακα όταν σκάνε βομβητές σε νοσοκομεία, να συνεχίζουν τη ζωή τους ενώ σφάζονται παιδιά, να περνούν από τον νυσταλέο Προκρούστη τους τα κινήματα που αντιστέκονται στο τέρας και να τα βρίσκουν λειψά.
Αυτή η απόσταση που μεγαλώνει -νομίζεις- με τείχη που σκοτώνουν, βάρκες που πνίγουν, ειδικούς που εξηγούν την «τρομοκρατία» ή την «αστική Χεζμπολάχ», είναι πολύ πιο κοντά από όσο νομίζεις. Είσαι πολύ πιο μπλεγμένη από όσο θες να παραδεχτείς. Είσαι ήδη μέρος του πολέμου.
Το χειρότερο όμως δεν σ’ το είπα ακόμα. Σε αντίθεση με αυτούς εδώ, με τους οποίους κάποιοι (κρυφο)χαμογελάνε όταν πολιορκούνται, εσύ δεν είσαι έτοιμος γι’ αυτό που θα έρθει. Δεν είσαι έτοιμη για τη στιγμή που θα σβήσει η απόσταση ασφαλείας και θα κληθείς να γίνεις κρέας.
Ισως αντ’ αυτού να προτιμήσεις να γίνεις τέρας, όπως οι Πρετεντέρηδες αυτού του κόσμου που νομίζουν ότι έτσι μεγαλώνουν κι άλλο την απόσταση ασφαλείας.
Είναι όμως ήδη βρικόλακες και το ξέρουν.
Τρέφονται με αίμα. Τώρα το δικό μας, αύριο το δικό σου.
Δεν είστε ασφαλείς, δεν είστε αθώοι, δεν είστε έτοιμοι.
*Αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής και Ανθρωπολογίας στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο Βηρυτού
Πηγή url: www.e-synews.gr
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ:
0 Σχόλια